- ζουμιάζω
- -ιασα, ζουμιασμένος, -η, -ο, αμτβ.1. γίνομαι ζουμερός (περισσότερο από όσο πρέπει): Ζούμιασε ο μπακλαβάς.2. αποκτώ όσο πρέπει χυμό: Τα πορτοκάλια ζούμιασαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.